Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Chet Baker 

 Chet Baker



Από τους καλύτερους τρομπετίστες της τζαζ, μ' έναν μύθο να τον περιτριγυρίζει από τα πρώτα του βήματα, ο Chet Baker ανήκει στην ομάδα των μουσικών που ο χρόνος που περνάει, ενισχύει ακόμα περισσότερο τη θετική εικόνα του κόσμου γι' αυτούς.

 Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1929 στο Yale της Οκλαχόμα και εκτός από τρομπετίστας με επιρροές από τον Miles Davis, παράλληλα με τον τρόπο που χειριζόταν την τρομπέτα και τον γνωστό εθισμό του στα ναρκωτικά, ήταν και ένας χαρισματικός τραγουδιστής, που όμως δεν αξιοποιούσε συχνά αυτό το ταλέντο του.

 Σε ηλικία 10 ετών μετακομίζει με τους γονείς του στο Glendale της Καλιφόρνιας, μια μικρή πόλη όπου η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων της.
Σε ηλικία 18 ετών επιστρέφει ύστερα από δύο χρόνια υπηρεσίας σε στρατιωτική μονάδα της Γερμανίας, όπου έπαιζε μουσική στη στρατιωτική μπάντα της μονάδας, και παράλληλα με τις μουσικές του σπουδές, τριγυρίζει στα διάφορα κλαμπ του Σαν Φρανσίσκο.
Εκεί θα γνωρίσει τον μεγάλο σαξοφωνίστα
Charlie Parker, ο οποίος θα τον επιλέξει για την μπάντα του, που θα έκανε περιοδεία στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή.
Λέγεται μάλιστα ότι τηλεφώνησε αμέσως στους φίλους του στη Νέα Υόρκη,
Miles Davis και Dizzy Gillespie, λέγοντάς τους ότι υπάρχει εδώ ένας νεαρός λευκός τρομπετίστας που θα σας δημιουργήσει προβλήματα με το ταλέντο του.
Έπειτα από λίγες εβδομάδες, ο
Baker, που ήταν τότε 22 ετών και είχε παίξει, εκτός του Parker, και με τον Stan Getz, θα προσχωρήσει στο διάσημο κουαρτέτο ενός άλλου σαξοφωνίστα, του Gerry Mulligan, με το οποίο θα κάνει τις πρώτες του ηχογραφήσεις παίζοντας και τραγουδώντας.
Ανάμεσα στις ηχογραφήσεις του με το κουαρτέτο του
Mulligan ήταν και το εκπληκτικό σόλο του στο My Funny Valentine, που θεωρείται το τραγούδι που προσδιορίζει το ταλέντο του.

Σύντομα η φυσική ομορφιά του προσώπου του προσελκύει τους παραγωγούς του Χόλιγουντ και εμφανίζεται στην ταινία Hell's Horizon, δίπλα στους John Ireland και Maria English.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του θα κερδίσει για τρεις συνεχόμενες χρονιές τα βραβεία του καλύτερου τρομπετίστα σε περιοδικά της τζαζ, όπως το «
Downbeat» και το «Metronome» ξεπερνώντας στη λίστα ονόματα όπως οι Miles Davis, Clifford Brown και Dizzy Gillespie.
Την ίδια περίοδο θα αρχίσει να τραγουδάει στις ηχογραφήσεις που έκανε για την εταιρεία
Riverside, με τον Russ Freeman να τον συνοδεύει συχνά με το πιάνο του, και το 1955 θα είναι στην τέταρτη θέση του δημοψηφίσματος του περιοδικού «Downbeat» με τους καλύτερους τραγουδιστές, ισοψηφώντας με τον Nat King Cole.

 Ταυτόχρονα όμως, σε μία περίοδο που πολλοί καλλιτέχνες απομακρύνονται από τα ναρκωτικά, αυτός λέει «ναι» στην ηρωίνη, γεγονός που θα επηρεάσει τη ζωή του στα επόμενα χρόνια.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '60 τα ναρκωτικά θα είναι η αιτία που θα οδηγήσουν ακόμα και στην απέλασή του από χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, ενώ θα μείνει και για έναν χρόνο σε ιταλικές φυλακές, την ίδια δεκαετία.
Ιδιαίτερα στην περίοδο 1952-59 θα απασχολήσει τουλάχιστον 11 φορές το
FBI με τη χρήση ναρκωτικών και τη συχνά παράξενη συμπεριφορά του, που τον οδηγούσε σε προβληματικές καταστάσεις.

Η πρώτη ερμηνεία του ήταν στο Thrill Is Gone, στο άλμπουμ του 1954 Chet Baker Sings.
Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στις 27 Οκτωβρίου του 1953 και τον συνοδεύει, μεταξύ άλλων, ο μόνιμος συνεργάτης του εκείνη την εποχή πιανίστας
Russ Freeman.

 Όπως και ο Miles Davis, ο οποίος ήταν το πρότυπό του, ο Chesney «Chet» Baker έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που πάντα κατάφερνε να ξεχωρίζει τους σημαντικούς καλλιτέχνες από τον χώρο της τζαζ.
Για πολλούς μάλιστα η ζωή του
Baker είχε αρκετά κοινά σημεία με τη ζωή της Billie Holiday, για την οποία ηχογράφησε το 1965 το άλμπουμ Lady Day.

 Έγινε αγαπημένος των διανοουμένων στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Μιλάνο, τη Ρώμη και όπου έμεινε, έστω για λίγους μήνες.
Ο εθισμός του στην ηρωίνη και η αθώα ομορφιά του προσώπου του δημιούργησαν εύκολα τον μύθο του όμορφου τύπου, που γεννήθηκε για να είναι ο χαμένος της υπόθεσης.

Το 1964 θα επιστρέψει στην Αμερική, αλλά η ανάμειξή του σε μια φασαρία στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ προσπαθούσε να προμηθευτεί ναρκωτικά, θα του κοστίσει δύο από τα μπροστινά του δόντια, τα οποία θα αργήσει αρκετά να αντικαταστήσει.
Αφού δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την απήχηση που είχε στο κοινό στα πρώτα 10 χρόνια της καριέρας του από εμπορικής άποψης, κάτι που συνέβη άλλωστε στους περισσότερους από τους μεγάλους καλλιτέχνες της τζαζ, ο
Baker έκανε εμφανίσεις σε Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη για αρκετά χρόνια, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε διάφορα άλμπουμ, κυρίως σε συναυλίες του.

 Το 1978 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ευρώπη και η φίλη του Diane Vavra αναλαμβάνει να τον βοηθάει στην προσωπική του ζωή και στη διοργάνωση των συναυλιών του.
Την περίοδο αυτή θα ηχογραφήσει αρκετά άλμπουμ, κυρίως για μικρές ευρωπαϊκές δισκογραφικές εταιρείες, αλλά παρά τη θετική αντιμετώπιση από τους κριτικούς, οι δίσκοι αυτοί θα απευθυνθούν σε περιορισμένο κοινό.

 Το 1983 ο Elvis Costello, που ήταν φανατικός φίλος της μουσικής του, θα τον καλέσει να παίξει σαξόφωνο στο τραγούδι του Shipbuilding, που υπάρχει στο άλμπουμ Punch The Clock και ο Baker με τη σειρά του λίγο αργότερα θα ηχογραφήσει το Almost Blue, το οποίο θα χρησιμοποιήσει στη μουσική επένδυση του ντοκιμαντέρ Let's Get Lost, που είχε θέμα τη ζωή του.

Ο Chet πέθανε στις 13 Μαΐου 1988, πέφτοντας από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου έμενε στην πόλη του Άμστερνταμ.
Στις 3 τα ξημερώματα, θα βρεθεί νεκρός στον δρόμο ενώ στο δωμάτιό του θα βρεθούν κοκαΐνη και ηρωίνη.
Ήταν 58 ετών, αλλά είχε προλάβει να ηχογραφήσει μεγάλο σε αριθμό υλικό τραγουδιών, που βοήθησε στη συνέχεια να εκτιμηθεί το μέγεθος της αξίας του.

Καλλιτεχνική φιγούρα, με πλούσιο δισκογραφικό έργο, κυρίως από τις κατά καιρούς συναυλίες του, ζωή βασανισμένη από πολλές απόψεις και ένα μεγάλο ταλέντο στην τρομπέτα, σε συνδυασμό μ' έναν μελαγχολικό τρόπο ερμηνείας στα τραγούδια, είναι ένα κράμα που κρατάει ζωντανό στη μνήμη μας τον Chet Baker για πάντα.

Το όμορφο, σχεδόν παιδικό πρόσωπό του σε συνδυασμό με τη δυναμική συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό για τις γυναίκες που πίστευαν ότι είχε ανάγκη από μια γυναίκα-μητέρα και έπεφταν εύκολα θύματα του γοητευτικού του χαμόγελου, όπως άλλωστε όλοι όσοι ήταν στο περιβάλλον του.
Αδυναμία του, τα γρήγορα αυτοκίνητα, γεγονός που έκανε αρκετούς να τον παρομοιάζουν με τον
James Dean της τζαζ.
Το 2007 παίχθηκε σε θέατρο του Λονδίνου το έργο Speedball, που βασίζεται στη ζωή του, ενώ το 1960 ο Robert Wagner ήταν πρωταγωνιστής στην ταινία του 1960 All The Fine Young Cannibals, στην οποία ο χαρακτήρας Chad Bixby θα πρέπει να αφορά τον Chet Baker

Πηγή: Γιάννης Πετρίδης 
Από τις 4 στις 5 

https://www.youtube.com/watch?v=jvXywhJpOKs

https://youtu.be/jvXywhJpOKs




Σάββατο 14 Μαΐου 2016

You sure did it your own way Frank...

Αγάπησε, καυγάδησε, είχε στυλ, είχε κότσια, μπορούσε ακόμη και να "παίξει"
 

Με καριέρα 50+ ετών, 1400 ηχογραφήσεις, δεκάδες ταινίες και εκπομπές στην τηλεόραση, κατάφερε να είναι παρόν από την εποχή του Swing μέχρι αυτή του Rock, ενώ τόλμησε και κατάφερε να παρουσιάσει στο κοινό μουσικά θεατρικά έργα μεγάλων συνθετών όπως George Gershwin, Cole Porter και Jerome Kern, με τον δικό του τρόπο, καθιστώντας τα απόλυτα κλασσικά. Έχουν γραφτεί 15 βιογραφίες μέχρι σήμερα, έπεται βιογραφική ταινία από τον Scorsese ενώ έχει απασχολήσει έντονα τον τύπο για τις επιθέσεις του σε δημοσιογράφους, την άστατη προσωπική του ζωή αλλά και τις γνωριμίες του με την μαφία. Μπορεί εύκολα να θεωρηθεί η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της Αμερικανικής κουλτούρας του 20ου αιώνα.

Ο Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1915 στο New Jersey των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι γονείς του ήταν απο την Σικελία. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ταβέρνας και part-time μποξέρ, ενώ η μητέρα του είχε μεγάλη επιρροή στην τοπική πολιτική σκηνή αλλά και στην ζωή και καριέρα του Frank στη συνέχεια. Στην εφηβεία του και ακούγοντας τραγούδια τουBing Crosby o Frank αποφάσισε στα σοβαρά να ασχοληθεί με το τραγούδι.  Γίνεται μέλος ενός γκρούπ εν ονόματι "The Hoboken Four"  και το 1935 κερδίζει σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό ταλέντων. Η νίκη του, του δίνει την ευκαιρία να περιοδεύσει με το γρούπ αλλά και τον οικοδεσπότη της διάσημης εκπομπής "Major Bowes' Amateur Hour", παρόλα αυτά ο ίδιος ήταν ο μόνος που είχε φιλοδοξίες και η διάλυση του γκρουπ δεν άργησε να έρθει.Το 1939 ήταν τραγουδιστής κα σερβιτόρος στο Rustic Cabin όταν τον ανακάλυψε ο τρομπετίστας Harry James, που πρόσφατα είχε αφήσει την ορχήστρα του Benny Goodman για να δημιουργήσει κάτι δικό του.

Αποτέλεσμα της συνεργασία τους το "All or Nothing at All" που εκείνη την εποχή δεν πούλησε, αλλά σε επανέκδοσή του 4 χρόνια αργότερα (πλέον σταρ και οι δύο) ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο πωλήσεις. Μέσα σε διάστημα 6 μηνών δημιουργήθηκαν 10 εμπορικές ηχογραφήσεις με κοινό παρανομαστή την ανάδειξη της ζεστής βαρύτονης φωνής του Frank. Στα τέλη του ίδιου έτους ο James αναγκάστηκε να τον αφήσει ελεύθερο, αφού ο Tommy Dorsey με την ορχήστρα του πρόσφερε πολύ καλύτερο συμβόλαιο και αποδοχές.
Την διετία 1940-42 ο Sinatra με την ορχήστρα του Dorsey πραγματοποιεί 83 ηχογραφήσεις και πολυάριθμες ζωντανές εμφανίσεις. Η επιρροή του από το τρομπόνι του Dorsey ήταν βαθιά και ουσιαστική. Η προσπάθεια του Sinatra να προσομοιώσει φωνητικά τα χωρίς διακοπές έξοχα περάσματα του Dorsey με το τρομπόνι, επέβαλαν να βελτιώσει αισθητά τις αναπνοές του. Γρήγορα έγινε αντιληπτή η αξία του στις μπαλάντες αλλά και στα up-tempo κομμάτια και οι Axel Stordahl, Paul Weston, and Sy Oliver άρχισαν να γράφουν τραγούδια όπως τα " I'll Never Smile Again ", "I'll Be Seeing You," "Without a Song," and "Oh! Look at Me Now" για να να ενισχύσουν το ταλέντο του τραγουδιστή. Αυτό βέβαια έκανε τον ίδιο τον Sinatra στα τέλη του 1942 να σκέφτεται να κάνει σόλο καριέρα, σε μια εποχή μάλιστα που ελάχιστοι τραγουδιστές που έκαναν παρόμοια κίνηση τελικά πετύχαιναν.
Η ανακοίνωση της αποχώρησης του, ενόχλησε ιδιαίτερα τον Dorsey που όπως είναι φυσικό δεν ήθελε να χάσει έναν σταρ απο το σχήμα του. Πέρασαν αρκετοί μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων μέχρι που στα τέλη του 42' ο Sinatra απελευθερώθηκε. Μέσα σε μόλις λίγες εβδομάδες ο Frank Sinatra αποτέλεσε πολιτισμικό φαινόμενο. Πραγματική υστερία στις εμφανίσεις του τον Ιανουάριο του 1943 στο θέατρο της Paramount στην Νέα Υόρκη, εκατοντάδες νεαρές γυναίκες στρίγγλiζαν υστερικά στο άκουσμα της φωνής του. Την ίδια περίοδο άρχισαν και τα πρώτα παρατσούκλια. "Frankieboy," "The Sultan of Swoon," και το πιο διαδεδομένο, "The Voice."

Ήταν η αρχή της περιόδου "Columbia" και η οποία κράτησε απο το 1943 μέχρι το 1952. Οι ηχογραφήσεις που περιγράφουν καλύτερα την περίοδο αυτή ειναι σίγουρα οι " You Go to My Head " (1945), " These Foolish Things " (1945) και "That Old Feeling " (1947). Ο Sinatra εμφανίστηκε σε αρκετά φιλμ, κυρίως σε musical στο πλάι του χορευτή Gene Kelly σε έργα όπως "Anchors Aweigh" (1945), "Take Me Out to the Ballgame" (1949) και το "On the Town" (1949) που μάλιστα θεωρείται ως ένα απο τα καλύτερα κινηματογραφικά musical.




Περί τα τέλη του 1947 και για έναν χρόνο η φήμη του Sinatra άρχισε να αμαυρώνεται. Η προσπάθεια του να εμπλακεί στην μουσική και οι δημοσιεύσεις εμπλοκής του με το οργανωμένο έγκλημα δημιούργησαν έντονο πρόβλημα. Το 1950 χάνει την φωνή του για αρκετούς μήνες μετά απο υπερκόπωση των φωνητικών του χορδών. Σχεδόν ταυτόχρονα η προσωπική του ζωή απασχολεί τα πρωτοσέλιδα, αφού χωρίζει απο τον σχολικό του έρωτα, σύζυγό του και μητέρα των τριών παιδιών του,
Nancy Barbato και μόλις δέκα ημέρες αργότερα παντρεύεται την ηθοποιό Ava Gardner. Την ίδια περίοδο ο πρόεδρος της Columbia Mitch Miller, του αναθέτει μια σειρά απο κακογράμμενα banal κομμάτια, γεγονός που επιπλέον τσακίζει το καλλιτεχνικό του status. To 1952 το συμβόλαιο δεν ανανεώνεται, ο μάνατζέρ του τον αφήνει, το show του στην τηλεόραση του CBS διακόπτεται και ο Sinatra θεωρείται πλέον "παρελθόν".
Η ειρωνεία στο κατρακύλισμα αυτό είναι ότι σήμερα η δουλειά του από αυτή την περίοδο και τραγούδια όπως "Mad About You," "Nevertheless", " Birth of the Blues ” και ειδικά η ηχογράφηση του 1951 του " I'm a Fool to Want You ", θεωρούνται σήμερα απο τα καλύτερα της καριέρας του!
Η ενασχόληση του με το κινηματογράφο ήταν τελικά αυτό που τον έφερε πάλι στο προσκήνιο το 1953 με την ταινία "From Here to Eternity", όπου το υποκριτικό του ταλέντο αναγνωρίστηκε διεθνώς και του χάρισε μάλιστα Όσκαρ β' αντρικού ρόλου. Ακολούθησαν οι ταινίες Suddenly (1954), Young at Heart (1954), The Man with the Golden Arm (1955, Υποψηφιότητα για α' αντρικό ρόλο), Guys and Dolls (1955), The Joker Is Wild (1957), Pal Joey (1957), and Some Came Running (1958). Το πολιτικό θρίλερ "The Manchurian Candidate" (1962) αποτελεί πιθανά το καλύτερο φίλμ του Sinatra.
Με την επιστροφή του στο προσκήνιο, ταυτόχρονα υπέγραψε με την Capitol, μια περίοδο 9 ετών που σύμφωνα με τους ειδικούς αποτέλεσε την καλύτερή του μουσική περίοδο. Κατοχυρώθηκε ως δικό του δημιούργημα ο όρος "Concept Album" (αν και υπάρχουν σήμερα διαφωνίες γι' αυτό), που ουσιαστικά ειναι ένας δίσκος που χτίζεται έχοντας ως βασική αναφορά ένα συγκεκριμένο μουσικό θέμα ή διάθεση. Η νέα του τάση χρειαζόταν βασικές τομές στις ενορχηστρώσεις, κάτι που οι άνθρωποι της Capitol δεν είχαν πρόβλημα να φέρουν εις πέρας. Έτσι λοιπόν δούλεψε με τον βετεράνο μουσικό από τις μεγάλες ορχήστρες Billy May και δημιούργησε μοναδικά άλμπουμ όπως "Come Fly with Me" (1958), "Come Dance with Me!" (1959) και με τον μοναδικό Jenkins τα "Where Are You?" (1957) and "No One Cares" (1959).
 
 

Παρόλο που τα άλμπουμ αυτά ήταν ποιοτικά η συνεργασία μυθικών διαστάσεων του Frank ήταν με τον Nelson Riddle, πρώην τρομπονίστα σε μεγάλη ορχήστρα ( big-band). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Sinatra, ο Nelson ήταν ο σπουδαιότερος ενορχηστρωτής στον κόσμο και οι κριτικοί... απλά συμφώνησαν.
Ο Riddle επινόησε για τις ανάγκες των swing κομματιών, την μουσική σφραγίδα του που την ονόμασε "heartbeat rhythm". Ήταν ένας σταθερός ρυθμός, ελάχιστα πιο αργός απο αυτόν των swing κομματιών προσπαθώντας να προσομοιώσει ρυθμικά τον παλμό της καρδίας μετά απο έναν βιαστικό περίπατο! Όλα
τα άλμπουμ αυτής της συνεργασίας "In the Wee Small Hours" (1955), "Songs for Swingin' Lovers!" (1956) και "Only the Lonely" (1958) είναι έργα τέχνης.
Παρ όλες τις προσπάθειες τις Capitol να εμπλουτίσουν και να αλλάξουν την μουσική επένδυση της φωνής του Sinatra, η ίδια η φωνή εξακολουθούσε να ειναι ο κυρίαρχος στα κομμάτια.

Το αξιοσημείωτο ειναι ότι η φωνή του αυτή την περίοδο, έγινε ακόμα πιο βαθιά και δυνατή ενώ ο αποτυχημένος γάμος του με την Gardner και με την οποία χώρισε το 1957 επηρέασε βαθιά την ερμηνεία του, μπολιάζοντάς την με έντονο συναίσθημα. Δυο πολύ καλά δείγματα της περιόδου, και τα δύο του Riddle με έντονες προσθήκες jazz στοιχείων, ήταν τα "I've Got You Under My Skin" (1956) και "One for My Baby" (1958)
Στα τέλη της δεκαετίας του 50 ξεκίνησε μια επίσης πολυσυζητημένη συνεργασία. Αυτή των Frank Sinatra, Sammy Davis Jr και Dean Martin. Αυτό το τρίο έκανε πολυάριθμες ζωντανές εμφανίσεις αλλά και ταινίες και ειναι γνωστό κυρίως με το όνομα "The Rat Pack" παρόλο που είχαν προκύψει και άλλα ονόματα όπως "The Clan" ή "The Summit". H ομάδα των τριών είχε και την συνοδεία συχνα πυκνά διάφορων ηθοποιών όπως Peter Lawford, Joey Bishop και Shirley MacLaine. Το σχήμα των Rat Pack ήταν σημαντικό για τα ξενοδοχεία και τα καζίνο ιδιαίτερα του Λας Βέγκας, ειδικότερα μετά την προβολή της ταινίας "Ocean Eleven (1960) όπου και κάθε εμφάνισή τους ήταν πόλος έλξης δολλαριών.
Το μεθυσμένο χιούμορ και τα φυλετικά και μισογύνικα αστεία του σχήματος μπορεί σήμερα να φαίνονται ξεπερασμένα και οπισθοδρομικά, παρόλα αυτά περιγράφουν λίγο απο το κλίμα της δεκαετίας του 60'. Ενα πολύ καλό δείγμα είναι η εμφάνισή τους το 1962 στο Σικάγο, που μπορείτε να το βρείτε σήμερα ως "Τhe Summit: In Concert" (Παραγωγή 1999).
Παράλληλα με τους "Rat Pack" έγινε έντονα αντιληπτή η σχέση του Sinatra με την Μαφία. Ο Sinatra, σύμφωνα με τη βιογραφία του από τον Άντονι Σάμερς (πρώην δημοσιογράφου στο BBC και συγγραφέα έξι μπεστ-σέλερ) συνέβαλε καθοριστικά ώστε η αφρόκρεμα των «νονών» να υποστηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του Τζον Κένεντι για την αμερικανική προεδρεία. Μετά την εκλογή του, ωστόσο, ο ίδιος και ο αδελφός του Ρόμπερτ, ως υπουργός Δικαιοσύνης πλέον, αποφάσισαν την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος. Μετά από αυτό ο Sinatra δέχτηκε απειλές κατά της ζωής του, και για να επιβιώσει φαίνεται πως προσέφερε διά βίου και αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε όποιον από τη Μάφια τις είχε ανάγκη (Εξ ου και η σειρά από ιδιωτικές συναυλίες που έδωσε).
Στις αρχές τις δεκαετίας του 60', ο Frank ίδρυσε την Reprise Records, ενώ η Capitol του επέτρεψε να ηχογραφεί εκεί παράλληλα. Στην διετία 61'-63' δούλεψε σε μανιώδεις ρυθμούς και κυκλοφόρησε 14 δίσκους! Συνέχιζε να εργάζεται με τους δοκιμασμένους Riddly, May και Jenkins αλλά φρόντισε να κάνει και μερικές νέες προσθήκες. Τα άλμπουμ September of My Years (1965) και Francis Albert Sinatra and Antonio Carlos Jobim (1967) είναι ανάμεσα στα καλύτερά του, ενώ σκαρφάλωσε και στα Charts με τα τραγούδια hit "Strangers in the Night" (1966), "That's Life" (1967) και "My Way" (1969).
Για μια ακόμα φορά βρέθηκε το 1963 στα πρωτοσέλιδα αυτή την φορά λόγω απαγωγής του γιου του Frank Sinatra Jr. H ιστορία είχε αίσιο τέλος αφού παρέδωσε 240.000$ ως λύτρα και δύο ημέρες αργότερα ο γιος του επέστρεψε στην οικία του αλάβωτος από τους απαγωγείς. Μάλιστα λέγεται ότι επειδή οι απαγωγείς απαιτούσαν να τους τηλεφωνεί αποκλειστικά από τηλεφωνικούς θαλάμους, έκτοτε συνήθισε να κουβαλάει κέρματα μόνιμα στις τσέπες του! Τρία χρόνια αργότερα απασχολεί και πάλι τον τύπο με τον σύντομο γάμο του με την Mia Farrow που κράτησε 2 χρόνια.
Παρόλο που είχε σταματήσει να παίρνει στα σοβαρά τις ταινίες μετά το "Τhe Manchurian Candidate", έμεινε αξέχαστος με την ταινία "The Detective" (1968) ενώ παράλληλα μοχθούσε να βρεί την μυστική συνταγή της επιτυχίας για τα δισκογραφικά του πλάνα, το νέο ρεύμα που θα προσέγγιζε τους νέους. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί ήταν τότε που πέρασε ο οδοστρωτήρας του ρεύματος Woodstock, κυριάρχησε στην μουσική αγορά και γέμισε παράπονο τον μεγάλο τραγουδιστή. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του την περίοδο αυτή: "Κανείς δεν γράφει τραγούδια πλέον για μένα".

 

Δήλωσε την απόσυρσή του το 1971 αλλά μέχρι το 1973 είχε βγάλει έναν ακόμα δίσκο. Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε πολύ προσεκτικές επιλογές και συγκριτικά με το παρελθόν του, δημιούργησε πολύ λίγα άλμπουμ. Μετά απο μια δεκαετία αποχής απο την δισκογραφία ξαναγύρισε στην Capitol και δημιουργησε τους δύο τελευταίους δίσκους του, Duets (1993) and Duets II (1994) όπου έκανε ντουέτα με πολύ γνωστούς σύγχρονους καλλιτέχνες.
Εκτός απο το τέλος του στην δισκογραφία, είχε τελειώσει ήδη και με τις ταινίες με τελευταία την "The First Deadly Sin" (1980), οπότε για το υπόλοιπο της ζωή του αφιερώθηκε στις συναυλίες που αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 70' ήταν εκατοντάδες.
Η τελευταία σύζυγος της ζωής του ήταν η Barbara Blakeley Marx που μάλιστα έγινε καθολική προκειμένου να ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας το 1976. Ο Frank έπασχε από στεφανιαία νόσο, νεφρική ανεπάρκεια, καρκίνο των εντέρων και άνοια. Το τέλος ήρθε σε ηλικία 82 ετών στις 14 Μαϊου 1998 στο Los Angeles. H κόρη του Nancy δήλωσε ότι η τελευταίες του λέξεις ήταν "Ι am Losing", ενώ παράλληλα φρόντισε να γίνει γνωστό ότι οι σχέσεις των παιδιών του με την τελευταία του γυναίκα ήταν τόσο κακές που δεν μπόρεσαν να ειναι στο πλευρό του όσο ήθελαν τις τελευταίες του εβδομάδες.

Θάφτηκε όπως είχε ζητήσει λίγο έξω απο το Palm Springs δίπλα στους γονείς του σε ένα ήσυχο κοιμητήριο. Φήμες λένε ότι στο τελευταίο του ταξίδι τοποθετήθηκαν ένα φλασκί Jack Daniels, μερικές δεκάρες (κατάλοιπο και τελικα χαρακτηριστικό του μετά την απαγωγή του γιού του), ένας αναπτήρας και ένα πακέτο τσιγάρα Camel. H φράση "The Best is Yet to Come" χαράκτηκε στην πέτρα που τον σκέπασε και εμείς σήμερα, δεν μπορούμε παρά να θαυμάζουμε το πλούσιο έργο που μας άφησε.


Βάζω ένα τραγούδι που μου αρέσει πολύ :







Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Dark Side of the Moon

Σαν σήμερα το 1973 κυκλοφορεί ένας δίσκος σταθμός στην μουσική. 



   

Yπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου, μιας κοινωνικής ομάδας, ακόμα και ενός έθνους που, χωρίς κάποιο προφανή λόγο, η δημιουργικότητά φτάνει στο ζενίθ της, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια της στην Ιστορία. Για έναν καλλιτέχνη αυτό είναι στόχος ζωής και ελάχιστοι έχουν καταφέρει να υψώσουν την τέχνη σε τέτοιο επίπεδο που να αλλάξει ριζικά τον τρόπο σκέψης και τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, ορίζοντας εκ νέου το είδος της τέχνης που εκπροσωπεί. Tέτοια καλλιτεχνικά έργα από τη στιγμή που δημιουργούνται, μοιάζει να υπήρχαν ανέκαθεν και για ανεξήγητους λόγους, δεν μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο μας, την ίδια τη συναισθηματική μας οντότητα χωρίς αυτά. Το περίεργο, όμως, στα καλλιτεχνικά αυτά έργα είναι η ικανότητά τους να κατακτούν την ψυχή και το πνεύμα κάθε ανθρώπου ανεξάρτητα από τα ενδιαφέροντα, τη μόρφωση, το φύλο, την ηλικία και οποιονδήποτε άλλο παράγοντα διαφοροποιεί και κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους. Αυτή μάλιστα η ιδιότητα δεν χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, αντίθετα ενισχύεται και του προσδίδει μυθικές διαστάσεις. Έχουμε να κάνουμε απλά και μόνο με την επίδραση του τόσο καθοριστικού παράγοντα της χρονικής συγκυρίας ή μήπως τελικά ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα θα κατακτούσε τις καρδιές μας το ίδιο οποιαδήποτε εποχή κι αν έβγαινε; Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να βρει λογική απάντηση και η αλήθεια είναι μάλλον κάπου στη μέση. Και βέβαια, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ενός τέτοιου αριστουργήματος στη μουσική αποτελεί ένας από τους δίσκους με τις μεγαλύτερες παγκοσμίως πωλήσεις σε ολόκληρη την ιστορία της μουσικής (πάνω από 34 εκατομμύρια) που έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ συνεχούς παραμονής στους καταλόγους επιτυχιών της Αμερικής, με 741 συνεχόμενες βδομάδες (από το 1973 έως το 1988), ένας δίσκος που, ακόμη και σήμερα συνεχίζει να πουλά σταθερά τουλάχιστον ένα εκατομμύριο αντίτυπα το χρόνο και να μπαίνει σποραδικά στους καταλόγους επιτυχιών, το Dark Side of The Moon. Αποτέλεσε το δίσκο που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1970 και υπολογίζεται ότι υπάρχει ένα αντίτυπό του σε κάθε πέντε σπίτια της Βρετανίας. Ήταν ο πρώτος ψηφιακός δίσκος που έβγαλε η εταιρεία EMI και μάλιστα υπάρχει η φήμη ότι ένα εργοστάσιο στη Γερμανία δημιουργήθηκε και λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνο για να παράγει το "Dark Side Οf Τhe Moon", όταν αυτό επανακυκλοφόρησε σε CD. Ιστορία Το "Dark Side Of The Moon" κυκλοφόρησε στις 24 Μαρτίου του 1973 και έμελλε να αλλάξει όχι μόνο τη ζωή των τεσσάρων μελών των Pink Floyd και του Alan Parsons, αλλά και εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Η επίσημη παρουσίαση του δίσκου έγινε στο πλανητάριο του Λονδίνου σε μια εκδήλωση που διοργάνωσε η εταιρεία ΕΜΙ. Είχε αποφασιστεί μάλιστα να ετοιμαστεί από τον Parsons μια τετραφωνική μείξη για το σκοπό αυτό. Όμως τελικά η ΕΜΙ δεν ήθελε να πληρώσει για την εγκατάσταση στο πλανητάριο του τετραφωνικού συστήματος ακρόασης. Έτσι τα μέλη των Pink Floyd εκτός από τον Wright, αρνήθηκαν να παρευρεθούν και στη θέση τους υπήρχαν τρία ομοιώματα σε φυσικό μέγεθος από χαρτί. Από τότε έχει υποστεί πολλές επεξεργασίες και έχει βγει σε αρκετές διαφορετικές εκδόσεις, τόσο σε δίσκους βινυλίου των 180gr όσο και σε CD. Η πρώτη έκδοσή του σε CD έγινε χωρίς καμία απολύτως επεξεργασία και μάλιστα η μεταφορά έγινε όχι από τις τελικές ταινίες, αλλά από ένα αντίγραφό τους με Dolby-A. Η πραγματικά σημαντική έκδοση ήταν αυτή που βγήκε το 1992 με αφορμή τη συλλογή "Shine On", για την οποία έγινε remastering. Αυτήν τη φορά χρησιμοποιήθηκαν οι τελικές ταινίες και έγινε επεξεργασία στο στούντιο Mastering Lab του Λος Αντζελες από τον James Guthrie και με τη συμβολή του Alan Parsons. Δεν έγινε αποθορυβοποίηση ούτε εκτεταμένη επεξεργασία, παρά μόνο μια μικρή χρήση ισοστάθμισης που στο μεγαλύτερο μέρος της αφορούσε σε μια αύξηση στην υψηλή περιοχή των συχνοτήτων, όχι όμως σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου. Τα πιο δυνατά σημεία της ψηφιακής έκδοσης του CD είναι αφενός η ενίσχυση της συνέχειας στην ακρόαση και αφετέρου η μεγάλη αύξηση της δυναμικής περιοχής. Τα ρολόγια και τα ροτοτόμ στο "Time" βγαίνουν πολύ πιο μπροστά και αυξάνεται ακόμη περισσότερο η επιβλητικότητά τους, ενώ γενικότερα έχουμε τη δημιουργία περισσότερων επιπέδων και καλύτερο διαχωρισμό της στερεοφωνικής εικόνας, κάτι που δίνει πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα εφέ και τις κινήσεις ανάμεσα στα δύο ηχεία. Μάλιστα δεν έγινε ούτε η ενοποίηση των δύο πλευρών που ήθελε ο Parsons, παρ' όλο που οι αρχικές ηχογραφήσεις είχαν γίνει με αυτό το σκεπτικό. Η τελική μεταφορά στο ψηφιακό CD έγινε από τον Doug Sax. Το "Dark Side Οf Τhe Moon" άρχισε ως ένα έργο κάτω από τον τίτλο "Eclipse". Οι πρόβες ξεκίνησαν τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου του 1971 στον ιδιόκτητό τους χώρο στο Broadhurst Gardens στο δυτικό Hampstead του Λονδίνου. Τις πρώτες ημέρες ακολούθησαν τη γνωστή τους τακτική. Άκουγαν ταινίες από προηγούμενες ηχογραφήσεις για να βρουν αχρησιμοποίητα μουσικά θέματα και φράσεις που θα άξιζε τον κόπο να δουλευτούν περαιτέρω. Στάθηκαν τυχεροί, αφού οι ακροάσεις έφεραν στο φως αρκετό αξιόλογο υλικό: ένα ορχηστρικό κομμάτι με τον τίτλο "Breathe" που είχε γράψει ο Waters το 1970 για το ντοκιμαντέρ "The Body" σχετικά με την ανθρώπινη βιολογία, καθώς και δύο συνθέσεις του Rick Wright. Η πρώτη δεν ήταν παρά μια σειρά ακόρντων που για χρόνια έμενε αχρησιμοποίητη και τελικά κατέληξε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία δομήθηκε το "The Great Gig In The Sky", ενώ η δεύτερη που είχε τον τίτλο "The Violent Sequence" και είχε γραφτεί -αλλά απορριφθεί- για την ταινία "The Zabriskie Point" του Michelangelo Antonioni, εξελίχτηκε στο "Us And Them". Τα κομμάτια ενορχηστρώθηκαν και τελειοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερα φορτωμένου προγράμματος ζωντανών εμφανίσεων, το οποίο συνεχιζόταν και κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Σε αυτή την περίοδο έγραψαν τη μουσική για την ταινία "La Valee" που κυκλοφόρησε σε δίσκο με τον τίτλο "Obscured By Clouds", αλλά γύρισαν και τη διάσημη ταινία τους "Live At Pompeii". Έτσι ήταν έτοιμα όταν έφτανε η στιγμή να τα ηχογραφήσουν. Οι μουσικοί ήξεραν να τα παίζουν πολύ καλά, ήξεραν τι ήχους έψαχναν και έτσι επικεντρώθηκαν σε άλλου είδους αναζητήσεις. Μάλιστα έπαιξαν όλο το έργο για πρώτη φορά σε συναυλία στις 17 Φεβρουαρίου του 1972, πολύ πριν αρχίσουν καν οι ηχογραφήσεις για το δίσκο, που πραγματοποιήθηκαν από την πρώτη Ιουνίου του 1972 έως τον Ιανουάριο του 1973 στο στούντιο 3 του Abbey Road σε ένα 16-κάναλο μαγνητόφωνο. Σχεδόν ό,τι ακούμε είναι δεύτερης γενιάς και είναι εντυπωσιακό το πόσο καλό παραμένει παρ' όλα αυτά. Το κλίμα καθ' όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του δίσκου ήταν πολύ καλό και χαλαρό. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων οι Floyd έβλεπαν ποδόσφαιρο ή Monty Pythons, ενώ μάλιστα μερικά από τα λεφτά που έβγαλαν από το Dark side τα χρησιμοποιήσαν για να τα επενδύσουν για τη δημιουργία της ταινίας: Monty Python's The Holy Grail. Μπορεί να είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την επιτυχία του "Dark Side" και το αντίκτυπο που είχε στον κόσμο, αλλά αν εξετάσει το θέμα από τη μέσα πλευρά, αν εστιάσει στους ίδιους τους Floyd, τότε τα πάντα μοιάζουν λογικά. Ήταν ίσως η στιγμή που περισσότερο από ποτέ λειτούργησαν ως συγκρότημα. Όλοι είχαν συμμετοχή, ο καθένας στον τομέα του, ενώ βρέθηκε στο απόγειό της η δημιουργική συνεργασία των Gilmour και Waters. Στην Αμερική έγινε νούμερο 1 για μια βδομάδα, στην Αγγλία το 2, σε Βέλγιο και Γαλλία το νούμερο 1, νούμερο 8 στη Βραζιλία, νούμερο 5 στη Γερμανία κτλ. Το συγκλονιστικό είναι ότι έχει γραφτεί στο βιβλίο Guiness, ως το album που παρέμεινε στα charts, περισσότερο από κάθε album. 11,4 συνεχόμενα χρόνια στο Top 200, όπου επέστρεψε για να κλείσει συνολικά τις 741 βδομάδες, ενώ σε μερικά billboard charts έκλεισε ακόμη και τα 26 χρόνια!!! Με την έκδοσή του σε SACD αρχίζει να σπάει κι άλλο τα ρεκόρ! Η εταιρεία Soundscan μάλιστα εξέδωσε τη λίστα με τα 200 top σε πωλήσεις album για το 2002, στις ΗΠΑ και το Dark Side ήταν το 200ο με 417,000 πωλήσεις μόνο στις ΗΠΑ! Όλος ο δίσκος είναι ένα απίστευτης έμπνευσης ηχητικό κολάζ, που για τη δημιουργία του χρησιμοποιήθηκαν κάθε γνωστή και άγνωστη ηχοληπτική τεχνική, όλα τα εφέ και οι μονάδες ηχητικής επεξεργασίας που ήταν διαθέσιμα παγκοσμίως, αλλά και πολλά που ήταν εφευρέσεις των τεχνικών του Abbey Road και του σχεδιαστή Peter Zinovieff. Έθεσαν το συνδυασμό της φαντασίας και της τεχνολογίας στην υπηρεσία της τέχνης, κάτι το οποίο οι Pink Floyd ανήγαγανι σε ολόκληρη επιστήμη, αφού τα ηχητικά εφέ αποτελούσαν αναπόσπαστο συνθετικό στοιχείο των ενορχηστρώσεών τους. Αυτό όμως είναι το κλειδί. Όλα υπηρετούν την μουσική και αν αφεθείτε σε αυτή, τίποτα δεν πρόκειται να σας αποσπάσει την προσοχή. Στο "Dark Side Of The Moon" έχουμε μετατοπιστές τονικότητας (pitch shifters) στα βοηθητικά φωνητικά και μεγάφωνα Leslie για την κιθάρα, ηχογραφημένους μετρονόμους, delay στις κιθάρες και τα φωνητικά, feedback κιθάρας να προσομοιώνουν τον ήχο τρένου, αναλογικά synthesizer και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Πρόκειται για πράγματα που σήμερα γίνονται πάρα πολύ εύκολα και με το πάτημα ενός διακόπτη, αλλά τότε φτιάχνονταν εκ του μηδενός και έπειτα από πολλές ώρες πειραματισμών. Ταυτόχρονα, έχει τρομερής έκτασης, για την εποχή, χαμηλά και πρωτοποριακή χρήση της στερεοφωνίας, με τις κιθάρες να παίζουν ανάμεσα στα ηχεία, τα ντραμς να ανοίγονται σε όλο το πλάτος της σκηνής και τους ήχους να πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα δύο κανάλια. Άλλωστε, για να δέσει όλα αυτά τα θέματα και να δημιουργήσει μια γενική συνοχή και μια ενιαία ατμόσφαιρα που θα κυλάει καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου, ο Waters είχε άλλη μια πολύ καλή και πετυχημένη (όπως αποδείχθηκε) ιδέα. Έφτιαξε μια λίστα με 20 ερωτήσεις και τις έγραψε σε 20 κάρτες. Ερωτήσεις όπως "Τι σημαίνει για σένα η φράση Dark Side Of The Moon;", "Φοβάσαι τον θάνατο", "Πότε ήταν η τελευταία φορά που άσκησες βία;" και "Πιστεύεις ότι είχες δίκιο;". Στη συνέχεια κάλεσαν σε ένα δωμάτιο με τη σειρά όλους όσοι ήσαν στα στούντιο του Abbey Road, τους έδειχναν τις κάρτες και ηχογραφούσαν τις απαντήσεις τους. Η μόνη υπόδειξη ήταν να μην απαντούν με ένα "ναι" ή ένα "όχι" και να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο και να πούν ότι τους έλθει στο μυαλό. Από την διαδικασία αυτή πέρασαν όλοι οι τεχνικοί, οι μουσικοί, αλλά και οι υπάλληλοι των στούντιο, καθώς και όσοι έτυχαν να βρίσκονται εκεί εκείνη την ημέρα. Οι απαντήσεις τους αποτελούν όλες τις διάφορες ομιλίες και τα γέλια που ακούμε σε διάφορα τραγούδια. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, όλα αυτά τα ηχητικά στοιχεία που μας ακούγονται σήμερα και έπειτα από εκατοντάδες ακροάσεις αναπόσπαστο στοιχεία των τραγουδιών, δεν ήταν παρά αυθόρμητες κουβέντες και μάλιστα από τους πιο ετερόκλητους ανθρώπους. Ο πιο διάσημος από όλους ήταν ο Paul McCartney, αλλά οι απαντήσεις του δεν χρησιμοποιήθηκαν. Αντίθετα, μεγάλη συμμετοχή είχε ο θυρωρός του Abbey Road, o Jerry Driscoll, που έχει και την τιμή να κλείνει το δίσκο με τα λόγια "There is no dark side of the moon really. As a matter of fact it's all dark". Ύστερα από μερικά χρόνια οι Pink Floyd συμφώνησαν να τον πληρώσουν για αυτή του τη συμμετοχή. Εκ πρώτης όψεως, το περίεργο με την επιτυχία του "Dark Side Οf Τhe Moon" είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έντεχνο δίσκο και όχι με το άθροισμα μερικών πολύ καλών τραγουδιών που μπορούν να σταθούν και από μόνα τους ή που βγήκαν ως singles και πούλησαν αντίστοιχα μεγάλες ποσότητες προωθώντας το δίσκο. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη, αφού μόνο το "Money" βγήκε ως single και αυτό μόνο στην Αμερική όπου έφτασε μόνο μέχρι το νούμερο δεκατρία. Η μέχρι τότε μάλιστα δημοτικότητα των Pink Floyd δεν δικαιολογούσε τον ξαφνικό πανικό που έγινε. Είχαν αρκετά μεγάλη φήμη ειδικά στην Αγγλία και μια σταδιακή αύξηση της δημοτικότητάς τους και των πωλήσεων των δίσκων τους, αλλά η αμέσως προηγούμενη κυκλοφορία τους είχε πουλήσει μόνο 250.000 αντίτυπα μέχρι τότε, είχε φτάσει στο νούμερο 3 της Βρετανίας και στο 70(!) της Αμερικής. Φυσικά περιείχε το "Echoes" που δημιούργησε το πρώτο μεγάλο κύμα φανατικών οπαδών, αλλά είχε και τα πολύ αδύνατά του σημεία, ενώ βάδιζε στον προηγούμενο δρόμο των Floyd με τα τεράστια πειραματικά κομμάτια, κάτι που σταμάτησε απότομα με το "Dark Side Οf Τhe Moon". Αντίθετα το "Dark Side" ακόμη και πριν ολοκληρωθεί, είχε δημιουργήσει έναν τρομερό μύθο που το περιέβαλε. Οι Pink Floyd το έπαιζαν στις συναυλίες που έδιναν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεών του, στην αρχή τμηματικά και μετά ολόκληρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κυκλοφόρησε στην Αγγλία ένας παράνομος δίσκος με την ηχογράφηση όλου του "Dark Side" από μια από αυτές τις συναυλίες και πούλησε 120.000 αντίτυπα, χωρίς ποτέ να εμφανιστεί στα δισκοπωλεία και πριν οι Pink Floyd να έχουν ολοκληρώσει εντελώς τις ενορχηστρώσεις των κομματιών του. Επίσης τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα προβολής με τα οποία είναι σίγουρο ότι οι Floyd θα έκαναν θαύματα, αφού πάντα είχαν το οπτικό και το θεατρικό στοιχείο έντονα τοποθετημένα στις συναυλίες τους. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί δίσκοι τους γράφτηκαν για το ηχητικό ντύσιμο κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και ότι συνόδεψαν κατά καιρούς πολλές θεατρικές παραστάσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το "Dark Side Οf Τhe Moon" έγινε αμέσως αποδεκτό καλλιτεχνικά και σε όλα τα επίπεδα. Αποθεώθηκε από τους κριτικούς, λατρεύτηκε από τον κόσμο, όλοι μιλούσαν με υπερηφάνεια για την αγορά του, ενώ αποτέλεσε δίσκο αναφοράς τόσο ως προς τη μουσική, όσο και την ηχητική και τεχνολογική του πλευρά. Μάλιστα η αποδοχή του ήταν καθολική ανεξαρτήτως ηλικίας και μουσικών προτιμήσεων. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 σχεδόν όλα τα μαγαζιά που πουλούσαν συσκευές Ηi-Fi το χρησιμοποιούσαν ως το βασικό μέσο επίδειξης των δυνατοτήτων των ηχητικών τους συσκευών. Με το "Dark Side" οι Pink Floyd έφτασαν στο απόγειο της δόξας του και απογειώθηκαν από το επίπεδο ενός καλού συγκροτήματος με περιορισμένο, αλλά φανατικό κοινό, στα επίπεδο του παγκόσμιου φαινομένου, αποκτώντας μυθικές και αντίστοιχες διαστάσεις με τους Beatles. Δεν είναι παράξενο που ακόμη και ο ίδιος ο Gilmour δεν έχει εξήγηση για την επιτυχία του δίσκου. "Πρέπει να έχει συλλάβει το πνεύμα της στιγμής. Υπάρχει κάτι σε αυτόν το δίσκο για τον καθένα από τους ακροατές και ήμαστε από την αρχή πεπεισμένοι ότι το συνολικό πακέτο (μουσική, στίχοι, ηχητική ατμόσφαιρα και εξώφυλλο) ήταν ασύγκριτα πολύ πιο δυνατό από οτιδήποτε είχαμε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή και ότι θα είχε αντίστοιχα πολύ καλύτερες πωλήσεις. Για να είμαι όμως ειλικρινής, δεν μπορώ να εξηγήσω την τόσο μεγάλη έκταση της εμπορικής του απήχησης. Δεν τρέφουμε κανενός είδους αυταπάτες και δεν πιστεύουμε ότι είναι ο καλύτερος δίσκος που έχει ποτέ γίνει. Πιστεύω ότι είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος και είμαι πολύ υπερήφανος για αυτόν, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι που αξίζουν το ίδιο ή περισσότερο αυτό τον τίτλο". Εμείς δεν ξέρω κατά πόσο συμφωνούμε με την άποψη του Gilmour. Το σίγουρο είναι πως το Dark Side αποτέλεσε το προϊόν της ενοποιημένης προσπάθειας και των 4 μελών του γκρούπ. Με τον Waters να γράφει τους πιο δυνατούς στίχους που έγραψε ποτέ και μόνο με το Wall θα μπορούσαν να συγκριθούν, τον Gilmour να φτάνει την κιθάρα του στην κορύφωση, ανοίγοντας νέους δρόμους στην τεχνική του παιξίματος μιας κιθάρας, τον Wright να δίνει ότι καλύτερο έδωσε ποτέ μουσικά και τον Mason να χαρίζει πρωτοτυπία και ιδέες, οι Floyd μπήκαν στο πάνθεον της μουσικής σκηνής. Σε τελική όμως ανάλυση, τι σημασία έχει το αν ένας δίσκος έχει σπάσει λίγα, πολλά ή και κανένα ρεκόρ πωλήσεων, καθώς και αν αυτό έχει λογική εξήγηση, αν αποτελεί προϊόν συνέχειας ή αν έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς ανεξήγητο. Η ουσία είναι ότι με το "Dark Side Οf Τhe Moon" οι Pink Floyd κατάφεραν πέρα από κάθε αμφιβολία να δημιουργήσουν την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη τους κυκλοφορία, αν και όχι απαραίτητα την αγαπημένη του καθενός από εμάς. Έχει όμως μια ποιοτική συνέχεια και ένα σταθερά υψηλό επίπεδο από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο, κάτι που σπάνια συναντάμε. Δεν υπάρχει ούτε ένα αδύνατο τραγούδι, αλλά ούτε καν ένα δευτερόλεπτο άχρηστο ή δεύτερης διαλογής ή που να βαριέσαι να το ακούσεις αντίθετα από όλους τους υπόλοιπους δίσκους τους, που είχαν πολύ δυνατά σημεία, αλλά και λίγα ή περισσότερα αδύνατα ή μέτρια. Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στον David Gilmour. "Δεν μου ακούγεται σαν ένας δίσκος που έγινε πριν από 27 ολόκληρα χρόνια, αλλά σαν μια σημερινή δημιουργία. Οι τεχνικές ηχογράφησης δεν είναι ούτε παλιομοδίτικες, ούτε ξεπερασμένες. Είναι ένας δίσκος που παραμένει φρέσκος". Πράγματι το "Dark Side" τα έχει όλα και σε σχεδόν τέλειες δόσεις: πολύ καλές, δυνατές, αλλά και απλές μελωδίες, πασπαλισμένες με μια ατελείωτη σειρά από ηχητικά παιχνιδίσματα και εφέ που διεγείρουν και κρατούν το μυαλό των ακροατών σε μόνιμη εγρήγορση. Το παίξιμο είναι πολύ υψηλού επιπέδου, οι ενορχηστρώσεις έντεχνες, αλλά με ψυχή και χωρίς να υπάρχουνε ούτε μια περιττή νότα, ήχος ή ηχητικό εφέ. Έχουμε συνεχείς αλλαγές ατμόσφαιρας, έντασης και ρυθμού. Από ένα καθαρά ροκ κομμάτι μεταφερόμαστε σε μια επική σύνθεση και από εκεί σε ένα ορχηστικό διάλειμμα, που με τον τρόπο του όμως και κυρίως με το συνδυασμό του με τη μουσική, ηχητική και ηχοληπτική ενορχήστρωση καταφέρνει να μας περνά τα μηνύματα, πολλές φορές πιο άμεσα από το αν είχε στίχους (On the Run). Και μια και μιλάμε για στίχους, αυτοί αποτελούν ένα ακόμη δυνατό σημείο για το οποίο ισχύει ό,τι και για το καθαρά ηχητικό μέρος. "Βαριά", αλλά καθημερινά θέματα, δοσμένα με μια απλότητα και αμεσότητα στον λόγο που χτυπάει κατευθείαν στην ψυχή μας. Όποιος θέλει, μπορεί να ακούσει τα κομμάτια αποσπασματικά ή το δίσκο ως ένα ενιαίο και συνεχές μουσικό έργο με αρχή, μέση και τέλος. Θεματικό υπόβαθρο Για να κατανοήσουμε τη σημασία του Dark Side of the Moon και το θεματικό του υπόβαθρο πρέπει να γνωρίζουμε την προέλευσή του και από πού ξεκινάνε οι μουσικές του ρίζες. Η θεματολογία όπως και στα περισσότερα albums tων Floyd είναι ενιαία. Αποτελεί δε προϊόν της ανήσυχης και περίεργης ψυχολογίας του Waters. Τα επιμέρους θέματα αποφασίστηκαν από κοινού με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και αφορούσαν στο φόβο των ταξιδιών (On The Run), την κάθε είδους παραίτηση που συνοδεύει τα γηρατειά (Time), το θάνατο και τη θρησκεία (The Great Gig In The Sky), τα λεφτά (Money). Η ιδέα όμως εξελίχτηκε και τελικά κατέληξε να αποτελέσει μια διατριβή για τις αιτίες που οδηγούν στην τρέλα. Μάλιστα μέχρι και την τελευταία στιγμή, ο πλήρης τίτλος ήταν "Eclipse: A Piece For Assorted Lunatics" (Έκλειψη: Ένα κομμάτι για διαφόρων ειδών φρενοβλαβείς). Όλοι οι στίχοι ήταν αποκλειστικά του Roger Waters και είναι αποδεκτό από όλα τα μέλη των Pink Floyd ότι για πρώτη φορά είχαν πολύ καλούς στίχους και μάλιστα σε όλα τα τραγούδια. Η απόφαση να το μετονομάσουν σε Dark Side of the Moon ήταν δύσκολη μιας και μια άλλη μπάντα με το όνομα Medicine Head είχαν βγάλει το 1972 ένα album με τον ίδιο ακριβώς τίτλο. Το Dark Side of the Moon είναι λοιπόν ένα album που αφορά στους λόγους που κάνουν έναν άνθρωπο σήμερα τρελό. Και λέγοντας τρελό δεν εννοοεί αυτούς που είναι σε ψυχιατρική κλινική. Η τρέλα ορίζεται ως η καθημερινή μας δραστηριότητα. Τελικά, η σημερινή κοινωνία δεν είναι από μόνη της μια μεγάλη ψυχιατρική κλινική; Όλοι μας κάνουμε καθημερινά πράγματα χωρίς λογική και ουσία και οδηγούμαστε πιο κοντά στην τρέλα. Σκοτώνουμε συνανθρώπους μας, σκοτώνουμε την ψυχή μας για τα λεφτά, τρέχουμε να προλάβουμε να γίνουμε πλουσιότεροι, ισχυρότεροι και ξεχνάμε την ανθρώπινή μας υπόσταση και τελικά χάνουμε το τρένο της ζωής. Γιατί; Για να δούμε τελικά ότι η ζωή μας φτάνει στο τέλος. Είμαστε πλούσιοι, αλλά πεθαίνουμε και δεν έχουμε ζήσει τίποτα. Γιατί ήμαστε νεκροί από καιρό. Χάνουμε τη λογική μας στη σκέψη αυτή. Όλα αυτά προσπαθεί να εξηγήσει το Dark Side of the Moon και να ντύσει μουσικά ένα σύνολο στίχων, σύγχρονο για κάθε εποχή πόσο μάλλον για σήμερα. Ακόμη και το ίδιο το εξώφυλλο επιλέχτηκε για να εξυπηρετήσει ακριβώς αυτό τον σκοπό. Το Τρίγωνο πρίσμα είναι ένα σύμβολο φιλοδοξίας. Μιας φιλοδοξίας που σε όλη τη ζωή μας μας τρελαίνει. Το εξώφυλλο το διάλεξαν ο Wright και ο Waters μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, απορρίπτοντας τον Ασημένιο surfer ανάμεσα στα άλλα. Περιγραφή και ανάλυση Ο δίσκος ανοίγει με τον ήχο από τους παλμούς μιας καρδιάς. Δεν πρόκειται φυσικά για ηχογράφηση καρδιάς, αλλά για διπλά χτυπήματα της μπότας από τα ντραμς του Mason που έχουν υποστεί επεξεργασία μέσω μιας πύλης θορύβου (noise gate), ενός κυκλώματος δηλαδή που κόβει απότομα το σήμα όταν αυτό πέσει κάτω από μια στάθμη έντασης την οποία καθορίζουμε εμείς. Δεν αφήνεται έτσι να ακουστεί η ουρά του ήχου της μπότας, με συνέπεια να ενισχύεται η αίσθηση του ρυθμού και να δημιουργείται μια ένταση που φτάνει στα όρια της αγωνίας ή ακόμη και του φόβου. Είναι το σημείο που περισσότερο από κάθε άλλο στο δίσκο γίνεται αντιληπτή η υποβάθμιση της ποιότητας που οφείλεται στις απανωτές γενιές ηχογράφησης. Η τελική μπότα είναι τρίτης γενιάς και ακούγεται εύκολα το φύσημα που υπάρχει από πίσω της, αναμεμειγμένο με την αντήχηση. Όλο το εισαγωγικό κομμάτι αποτελεί ένα κολάζ που δημιουργήθηκε στο τελικό στάδιο των ηχογραφήσεων και αποτελείται από τμήματα των υπόλοιπων συνθέσεων του δίσκου. Η αίσθηση που δίνει το Speak to me, είναι αρχικά η ηρεμία και στη συνέχεια το άγχος και η αγωνία που σταδιακά δυναμώνουν. Οι χτύποι της καρδιάς χρησιμοποιήθηκαν πολύ έξυπνα από τους Floyd, για το album. Εκφράζουν τη ζωή. Εκφράζουν όμως και το άγχος της καθημερινότητας, την αγωνία, το φόβο, τον έρωτα και συνδέονται άμεσα με την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου.Ο τίτλος "Speak To Me" (Μίλα μου) προήλθε από τη φράση που έλεγε ο Parsons στον Mason για να του δώσει το σήμα να ξεκινήσει να παίζει κάθε φορά που όλα ήταν έτοιμα για να τον ηχογραφήσει. Το "Speak To Me" κρατάει μόλις ένα λεπτό και 13 δευτερόλεπτα και τελειώνει με ένα ανάποδο ακόρντο της κιθάρας που οδηγεί στο "Breathe". Ανάποδο ακόρντο σημαίνει ένα ακόρντο που έχει παιχτεί κανονικά, αλλά με την ταινία να τρέχει με την αντίθετη φορά. Έτσι όταν στην αναπαραγωγή επαναφέρουμε την ταινία στην κανονική της φορά, ο ήχος του ακόρντου ακούγεται ανάποδα, από το τελείωμά του προς το αρχικό χτύπημα. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το "stoned" γέλιο που ακούγεται στο Speak to me είναι από τον Peter Watts, road manager των Floyd, ο οποίος φαίνεται και στο οπισθόφυλλο του Ummagumma. Στο "Breathe" κυριαρχούν (όπως και στο "Great Gig in the Sky") η slide κιθάρα του Gilmour, αλλά και η δεύτερη κιθάρα που βρίσκεται στο αριστερό κανάλι και είναι περασμένη από ένα μεγάφωνο Leslie. Ο ήχος είναι χαρακτηριστικός, έχει κίνηση και θυμίζει κάτι ανάμεσα σε vibrato και wah-wah, εξαιτίας της κίνησης των μεγαφώνων του Leslie. Προσέξτε το μαγικό και τόσο ατμοσφαιρικό ήχο που δημιουργείται από το συνδυασμό του ήχου της slide κιθάρας με τη χρήση delay και reverb, αλλά και το πόσο αρμονικά έρχεται να δέσει ο ήχος του οργάνου του Rick Wright. To κομμάτι είναι πάρα πολύ απλό και ατμοσφαιρικό. Έχει όμως από κάτω μια ρυθμική βάση με ρυθμό, στάθμη και μέθοδο ηχογράφησης που σε πρώτη σκέψη έρχεται σε αντιδιαστολή με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα υπόλοιπα όργανα. Αυτό όμως είναι το κλειδί της επιτυχίας του "Dark Side Οf Τhe Moon". Προσέξτε τη μουσική σε αυτό το κομμάτι γιατί πάνω σε αυτή στηρίζεται ολόκληρο το Dark Side of the Moon. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ορχηστικό "On The Run" που ακολουθεί. Αρχικά, ονομάζοταν "The Travel Section". Σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν μια βαρετή σύνθεση ή καλύτερα μια επίδειξη των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας και των synthesizer χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Εδώ όμως δένει απόλυτα με την ατμόσφαιρα του δίσκου και περνά το μήνυμά του (φόβος και αγωνία των ταξιδιών) πιο έντονα ίσως από κάθε άλλο τραγούδι του δίσκου. Κυρίαρχοι εδώ, αλλά και σε όλη τη διάρκεια του δίσκου είναι οι διάφοροι περίεργοι ήχοι που μοιάζουν με μηχανές, ελικόπτερα, και παλμούς. Όλα αυτά προέρχονται από ένα αναλογικό synthesizer, το VCS3 της EMS (Electronic Music Systems) του Peter Zinovieff. Εκτός από μερικά σποραδικά εφέ και τον ήχο της έκρηξης στο τέλος που προέρχεται από την ηχητική βιβλιοθήκη του Abbey Road, όλο το "On The Run" είναι παιγμένο από το VCS3. Κυρίαρχος είναι ο ήχος από τα βήματα και την αναπνοή ενός ανθρώπου που τρέχει. Ο άνθρωπος είναι ο δεύτερος μηχανικός ήχου Peter James και η ηχογράφηση έγινε στο δεύτερο δωμάτιο του Abbey Road με τους Pink Floyd απόντες και τον Parsons βασικό εμπνευστή της ιδέας. Η συνέχεια ανήκει στο "Time" με την καταπληκτική εισαγωγή. Στην αρχή υπάρχουν τα διάσημα πλέον ρολόγια. Μια δημιουργία που οφείλεται εξ ολοκλήρου στο μηχανικού ήχου Alan Parsons που τα είχε ηχογραφήσει, μοντάρει και μιξάρει σε τέσσερα κανάλια με σκοπό την επίδειξη των δυνατοτήτων της τετραφωνίας (quad) και πολύ πριν καν ακούσει το τραγούδι. Ο Parsons είχε δουλέψει ξανά με τους Floyd ηχογραφώντας και μιξάροντας το δίσκο "Atom Heart Mother". Στο "Dark Side" ο ρόλος του είναι κυρίαρχος, σε σημείο που δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι αποτέλεσε το πέμπτο μέλος του συγκροτήματος. Πολλά ηχητικά εφέ είναι δικές του ιδέες και υλοποιήσεις, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της μείξης, αφού στα περισσότερα τμήματα είχαν γίνει επιμέρους μείξεις σε ένα δεύτερο μαγνητόφωνο, οι οποίες και αποτέλεσαν τις βάσεις για την τελική. Τα ρολόγια ακολουθούνται από τα ροτοτόμ, τις σποραδικές νότες του ηλεκτρικού πιάνου και την κιθάρα, που δημιουργούν μια ηχητική πανδαισία που δεν χορταίνεις να ακούς. Προσέξτε πως παραμορφώνουν τα ντραμς αμέσως μόλις μπαίνουν, κάτι που οφείλεται στην υπερβολική πολλές φορές χρήση του limiting (περιοριστής δυναμικών μεταβολών) που ήταν επιλογή του Chris Thomas και σε αντίθεση με τις απόψεις του Parsons. Το "Time" χρησιμοποιήθηκε για 20 ολόκληρα χρόνια ως το αποκλειστικό κομμάτι επίδειξης στα μαγαζιά με ηχητικά συστήματα Ηi-Fi. Το Time είναι μια από τις καλύτερες και πιο πλήρεις συνθέσεις του group. Στίχοι που σου δημιουργούν μια νοσταλγία και μια αίσθηση ότι δεν κατάφερες όσα έπρεπε στη ζωή σου, πλαισιώνονται από υπέροχες μελωδίες και την κιθάρα του Gilmour σε μοναδικά σόλο. Το άγχος της καθημερινότητας, οι λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος, η υποβάθμιση της προσωπικότητάς μας στο βωμό της ρουτίνας είναι τα σημεία που θίγει το κομμάτι αυτό. Και μας προτρέπει να κυνηγάμε τα όνειρα μας όσο είναι νωρίς, γιατί θα έρθει η στιγμή που θα κοιτάξουμε πίσω και θα δούμε ότι δεν κάναμε αυτό που θέλαμε στη ζωή μας. Κι αυτό θα μας τρελάνει... Οι στίχοι του Time, δένουν αρμονικά τη ζωή με το θάνατο. Σε αρκετούς στίχους παρατηρούμε την αντίφαση ζωής και θανάτου μέσα στον ίδιο στίχο. You are young and life is long and there is time to kill today, breath-death, run-gun, sunshine-rain, one day-ten years, time is gone είναι στίχοι που δίνουν στο χρόνο τη διάσταση που του δίνει ο Waters. Το μυαλό μας ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και όλα είναι τόσο κοντά όσο και μακριά μεταξύ τους. Στη συνέχεια, το Time συνδέεται άρρηκτα μουσικά με το Breathe Reprise (Αρχικός τίτλος (Home Again), το οποίο επιφανειακά τονίζει την αξία του να ξεκουράζεσαι στο σπίτι σου, δίπλα στη φωτιά, στην ουσία όμως, κατακρίνει την εκκλησία και τη θρησκεία με ένα αρκετά έμμεσο τρόπο. Και η μουσική πανδαισία συνεχίζεται με το αριστούργημα του Wright "The Great gig in the sky" (αρχικός τίτλος "The Mortality Sequence"). Τα ελεύθερα φωνητικά του "The Great Gig In The Sky" δεν νομίζουμε ότι έχουν περάσει απαρατήρητα από κανέναν. Οφείλονται στην Clare Torry, την οποία πρότεινε στους Pink Floyd ο Parsons. Δεν της έδωσαν ούτε στίχους ούτε μελωδία. Μόνο τη γενική οδηγία να τραγουδήσει ελεύθερα πατώντας πάνω στα ακόρντα του Wright και χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις. Ό,τι ακούτε είναι μια καθαρά δική της δημιουργία. Δεν πήρε όμως ποσοστό για την σύνθεση του κομματιού, παρά μόνο ένα ποσό που ανταποκρινόταν στις ώρες που χρειάστηκε για να τραγουδήσει αυτές τις φράσεις, καθώς και μερικές άλλες ακόμη που υπάρχουν στο δίσκο. Αυτό παραδέχτηκαν οι Floyd έπειτα από χρόνια ότι δεν ήταν σωστό, αφού η Torry είχε μεγάλο ποσοστό στην τελική μορφή του κομματιού. To κομμάτι αναφέρεται στο θάνατο και στο φόβο του θανάτου. Προσπαθεί να μας οδηγήσει μουσικά μέσα στο φόβο αυτό και να μας απαλλάξει. Ταυτόχρονα, αμφισβητεί τη θρησκοληπτική αντιμετώπιση του θανάτου και αντιμετωπίζει το φόβο αυτό ως μια κατάσταση που οδηγεί στην τρέλα. Με τη φωνή της η Torry εκφράζει απίστευτα το φόβο αυτό και την επακόλουθη τρέλα. Αρχικά, γλυκιά αρχίζει να ηδονίζεται, να εκστασιάζεται και στη συνέχεια να πονά και να υποφέρει. Η φωνή της μετατρέπεται από παιχνιδιάρικη σε παρανοϊκή, ώστε τελικά να ηρεμήσει. Το πιο γνωστό, όμως, κομμάτι του δίσκου είναι αυτό που ακολουθεί, το Money. Το κομμάτι αυτό αποτέλεσε και μια μεγάλη επιτυχία στα Charts, φτάνοντας στο 13 και αποτελεί ακόμη και σήμερα το τραγούδι για ότι σχετίζεται με την απόκτηση χρημάτων. Το Money αναφέρεται στην ανάγκη του ανθρώπου για συνεχόμενη απόκτηση αγαθών και την τάση για υπερκατανάλωση που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Σατιρίζει την υποκρισία των ανθρώπων που κατηγορούν το χρήμα και θέλουν να δείχνουν υπεράνω στην ουσία όμως κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν όσο περισσότερα γίνεται. Κι έτσι ανοίγεται άλλος ένας δρόμος προς την τρέλα. Μουσικά βασίστηκε πάνω στην περίφημη και πασίγνωστη πλέον μελωδική γραμμή που έγραψε ο Waters, η οποία μάλιστα είναι σε 7/4, κάτι πολύ ασυνήθιστο για ροκ συγκρότημα, αλλά και στη δυτική μουσική γενικότερα. Ο Waters επίσης είναι υπεύθυνος για την ιδέα και τη δημιουργία όλων των εφέ με τα κέρματα που υπάρχουν στην αρχή του κομματιού και είναι μονταρισμένα με έναν καταπληκτικό τρόπο εισάγοντας το ρυθμό του τραγουδιού. Τα ηχογράφησε στο σπίτι του με ένα δικάναλο Revox πετώντας κέρματα και κομμάτια από χαρτί μέσα σε ένα μίξερ και προσθέτοντας στο τέλος κάποιους ήχους από την ηχητική βιβλιοθήκη του Abbey Road. Η υπόλοιπη δομή του κομματιού δημιουργήθηκε στο στούντιο από όλο το συγκρότημα. Στο δίσκο το μπάσο είναι παιγμένο από τον Gilmour και, αν προσέξετε, θα ακούσετε ότι κάτω από τις δύο πρώτες φορές που παίζεται η φράση του μπάσου, έχει μείνει μια κακοπαιγμένη κιθάρα. Από την τρίτη επανάληψη και μετά η κιθάρα ντουμπλάρει το μπάσο, ενώ μόλις αρχίζει το κυρίως μέρος του κομματιού οι κιθάρες γίνονται δύο (μια δεξιά και μια στο κέντρο), με την δεξιά να περνάει από τρέμολο (Square wave). Το κομμάτι έχει πολλές εναλλαγές. Αρχικά περνά από τα 7/4 στα 4/4 τη στιγμή που αρχίζει το σόλο του σαξοφώνου, το οποίο όμως συνεχίζει να παίζει στα 7/4. Τη σκυτάλη παίρνει η κιθάρα που μας δίνει τρία διαδοχικά σόλο, καθένα με το δικό του ήχο και τεχνική. Στο πρώτο έχουμε ένα πλούσιο ήχο δημιουργημένο με τον τεχνητό διπλασιασμό της κιθάρας μέσω του delay και τη χρήση τεχνητής αντήχησης, στο δεύτερο η κιθάρα είναι μόνη της, με εντελώς διαφορετικό και στεγνό ήχο, ενώ έχει μεταφερθεί στα αριστερά. Στο τρίτο σόλο επανερχόμαστε στο κέντρο και στον πλούσιο ήχο, που αυτή τη φορά όμως δημιουργείται με το φυσικό διπλασιασμό του ήχου της κιθάρας, δηλαδή με το να παιχτεί η ίδια ακριβώς γραμμή της κιθάρας δύο φορές. Δημιουργείται έτσι ένας πλούσιος και με όγκο ήχος, αντίστοιχος με αυτόν των εγχόρδων σε μια κλασική ορχήστρα. Το Money κλείνει με τη φωνή του κιθαρίστα των Wings, Henry McColluch "I don't know I was really drunk at the time" ως απάντηση στην ερώτηση του Waters σχετικά με το πότε άσκησε τελευταία βία και αν είχε δίκιο. Η συνέχεια ανήκει στο Us and them, έναν μουσικό ύμνο κατά του πολέμου και της βίας. Μια παράνοια που διαιωνίζεται και καταστρέφει κάθε ίχνος πολιτισμού. Σκεφτόμενοι την περίοδο που γράφτηκε είναι περίεργο που έφτασε μόλις στο #101 των US charts. Πάντως, λένε ότι στιχουργικά αποτελεί το τραγούδι εκείνο με το οποίο ο Waters σε μετέπειτα Albums του, θα μπορέσει να εκφράσει τις οργισμένες του απόψεις για τον πόλεμο και τη βία. Αρχικά, είχε γραφτεί το 1969 από τον Wright σαν ένα πιάνο σόλο για το Zabriskie Point, με τον τίτλο The Violent Sequence. Η συνέχεια ανήκει στο Any colour you like, μια μουσική Οδύσσεια σε ένα ταξίδι μέσα στα χρώματα, στη ζωή, στην ίδια την τρέλα. Ο αρχικός του τίτλος είναι Scat και το όλο κομμάτι αποτελεί την αρχή μιας μουσικής αλληλουχίας που θα ολοκληρωθεί στο Eclipse. Στο Braindamage γίνεται η αναφορά για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μάλιστα ο αρχικός του τίτλος ήταν Dark Side of the Moon και μια πιο Hard rock έκδοσή του είχε γραφτεί για το Meddle. Ο τρελός είναι στο γρασίδι, θυμάται παιδικά παιχνίδια και γέλια. Η κοινωνία τον έκανε τρελό. Πρέπει να τον διατηρήσει τρελό (got to keep the loonies on the path). Κι αν το φράγμα της τρέλας έχει σπάσει και το έχουμε ξεπεράσει εδώ και καιρό τότε θα συναντηθούμε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Την πλευρά εκείνη του εαυτού του που δεν βλέπει κανείς, που δεν θέλει να δει κανείς. Ο τρελός είναι στο κεφάλι μου. Σηκώνεις τη λεπίδα να κάνεις την αλλαγή (να αυτοκτονήσει ίσως;), μέχρι να γίνεις υγιής ψυχικά. Κι όμως η πόρτα της λογικής κλείνει και το κλειδί πετιέται. Κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει πια, να μπει μέσα σου. Όμως, αυτός που είναι μέσα σου δεν είσαι εσύ.Με αυτό τον στίχο, η παράνοια έχει επέλθει. Στο Braindamage, o Waters αναφέρεται και στις εφημερίδες (folded faces) και στον Τύπο γενικότερα, που με τις ειδήσεις που μας προσφέρουν οδηγούν στην παράνοια. Επίσης, τελικά ξεκαθαρίζουν ότι ούτως ή άλλως είμαστε τρελοί όλοι μας έστω και λίγο. Το album τελειώνει με το Eclipse, που συνοψίζει την τρέλα ως τη ζωή μας ολόκληρη. Μας υπενθυμίζουν ότι, όλα όσα πιστεύουμε, ότι κάνουμε, ότι νιώθουμε, ότι αγγίζουμε, ότι αγαπάμε μπορεί να είναι φαινομενικά και η αλήθεια να έχει κρυφτεί επιτηδευμένα. Οι Pink Floyd εδώ προσπαθούν να καταστρέψουν όποιες παραισθήσεις έχουμε σχετικά με τον "φαινομενικό" κόσμο που μας περιβάλλει. Τον εξαφανίζουν. Και τελικά μένει ο αληθινός κόσμος; Μα ο αληθινός κόσμος είναι μια ιδέα που δεν χρησιμεύει σε τίποτα πια και δεν σε υποχρεώνει πια για τίποτα. Είναι μια ιδέα που πρέπει να εξαλειφθεί, γιατί είναι άγνωστη όπως η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Όλα γίνονται κάτω από το φως του ήλιου, το φως της λογικής...αλλά η λογική επισκιάζεται από την τρέλα και τελικά από την ίδια μας τη ζωή. Και τελικά ο αληθινός κόσμος έχει εξαφανιστεί κι αυτός! και μαζί με αυτόν και ο φαινομενικός! Είναι μεσημέρι, στιγμή της μικρότερης σκιάς, τέλος της μεγαλύτερης πλάνης, αποκορύφωμα της ανθρώπινης ιδιότητας. Και με τους χτύπους της καρδιάς, το album τελειώνει όπως άρχισε, με μια φωνή να ακούγεται να λέει ότι τελικά δεν υπάρχει σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.