O Miles Davis ήταν ένας διορατικός άνθρωπος. Μια σπουδαία προσωπικότητα στη ιστορία της τζαζ. Γεννήθηκε στης 29 Μαίου του 1926 στο ΄Αλτον του Ιλινόις, μια μικρή κωμόπολη στην πάνω μεριά του ποταμού Μισισιπή, κάπου 25 μίλια βόρεια από το ανατολικό Σαιντ Λούις, από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η μητέρα του, μια όμορφη γυναίκα, πιανίστρια των μπλουζ. Το πρώτο του σχολείο ήταν το Τζων Ρόμπινσον για να συνεχίσει στο γυμνάσιο Λίνκολν, όπου ο δάσκαλος μουσικής Έκγουντ Μπιουκάναν, του έκανε μαθήματα τρομπέτας, έχοντας καταλάβει πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη του να παίξει. Έκανε τοπικές περιοδείες με τη μπάντα του Billy Eckstine’s όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο. Το 1944 πήγε στη Ν.Υ. προφασιζόμενος σπουδές στο Julliard School of Music, αλλά ο αληθινός στόχος ήταν να δουλέψει μαζί με τον Charlie Parker και Dizzy Gillespie. Αναρριχήθηκε πάρα πολύ γρήγορα μαθαίνοντας από αυτούς τους δύο σπουδαίους ανθρώπους της τζαζ, και έγινε δεξιοτέχνης της τρομπέτας και του φλούγκελχορν, παραμένοντας στην μπάντα του Parker για 3 χρόνια.
Το 1949 φτιάχνει μια δικιά του ορχήστρα που πήρε το όνομα "Miles Davis All Stars" θέτοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν σαν επικεφαλής ορχήστρας. Μαζί με τον Gil Evans έφτιαξε μια μπάντα 9 ατόμων χρησιμοποιώντας μη παραδοσιακά όργανα της τζαζ, όπως το κόρνο και τη τούμπα. Εφεύρε ένα πιο χαμηλότονο στιλ, που γνώρισε στον κόσμο σαν ήρεμη τζαζ (cool jazz). Αυτό το στιλ επηρέασε μεγάλο αριθμό γκρουπ που έπαιζαν στη δυτική ακτή. Οι ηχογραφήσεις στη Capitol records που βγήκαν με τον τίτλο "The Birth of the Cool" το 1949 προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Στο γκρουπ συμπεριλαμβάνονταν επίσης και οι Lee Konitz, Gerry Mulligan και Max Roach. Ο Μάιλς έφερνε νέα πράγματα τόσο σε επίπεδο ήχου όσο και σε επίπεδο οργάνωσης του γκρουπ που ενοχλούσαν πολλούς, όπως το να φέρνει μουσικούς κάθε εθνικότητας. Ο ίδιος έλεγε ότι, θα έδινε δουλειά και σε έναν άνδρα με πράσινο δέρμα μόνο αν μπορούσε να παίξει το σαξόφωνό του τόσο καλά όσο και ο Lee Konitz. Μετά από πάλη τεσσάρων ετών με τα ναρκωτικά, κατάφερε να βγει νικητής, επηρεασμένος από την αυτοπειθαρχία του μποξέρ Sugar Ray Robinson.
«Ήταν πάντοτε ένα δώρο για μένα να ακούω μουσική με τον τρόπο που την ακούω. Δεν ξέρω από που έρχεται αυτό ξέρω όμως ότι είναι εκεί και δε το ψάχνω.»
Μετά από μια φανταστική εμφάνιση στο κλασικό Round Midnight του Thelonious Monk’s στο φεστιβάλ Newport Jazz Festival, ο Μάιλς έγινε περιζήτητος. Σχημάτισε ένα κουιντέτο με τους: John Coltrane, Red Garland, ‘’Philly Joe’’ Jones, και Paul Chambers. Ο Μάιλς είχε το χάρισμα να ακούει βαθιά μέσα του τη μουσική και να κατασταλάζει στο στιλ που ήθελε. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50 έκανε διάσημη τη Modal jazz ανοίγοντας νέους δρόμους για μια ακόμα φορά, ηχογραφώντας δύο από τα κλασικότερα άλμπουμ όλων των εποχών στην ιστορία της τζαζ, το "Milestones" το 1958 και το "Kind of Blue" το 1959. Εν συνεχεία τα άτομα του γκρουπ χωρίστηκαν για να φτιάξουν τα δικά τους σημαντικά σχήματα που έγραψαν με τη σειρά τους τη δική τους ιστορία στο χώρο της τζαζ, όπως: ο John Coltrane, ο Cannonball Adderly, ο Red Garland, ο ‘’Philly’’ Jo Jones, ο Bill Evans, ο Wayne Shorter, ο Joe Zawinul, ο Keith Jarrett, ο Tony Williamw, ο Herbie Hancock, ο John McGlaughlin, ο Chick Corea, ο John Scofield, ο Kenny Garrett, ο Mike Stern και ο Bob Berg. Το 1955 σε μια περιοδία του στο Παρίσι γνωρίζεται (μέσω της Ζυλιέτ Γκρεκό) με το Λουί Μαλ ο οποίος του ζητάει να γράψει τη μουσική για την ταινία "Ασανσέρ για δολοφόνους" ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1958 από την Κολούμπια με τον τίτλο Jazz Track. ‘Ηταν η πρώτη φορά που ο Μάιλς καταπιάνετε με μουσική για τον κινηματογράφο και μάλιστα με τόση επυτιχία, θα ακολουθήσουν και άλλες όπως η Siesta (1987) της Mary Lampert σε συνεργασία με τον Marcus Miller (δίσκος αφιερωμένος στον Gil Evans).
Μια από της σπουδαιότερες συνεργασίες του Μάιλς ήταν εκείνη με τον Gil Evans, καρπός της οποίας ήταν το "Sketches of Spain" το 1967, (ο δίσκος προέκυψε από τη σύνθεση του Χουακίν Ροντρίγκο "Concierto de Aranjuex") στο οποίο ο Μάιλς παίζει ισπανικό φλαμένκο συνεπικουρούμενος από ορχήστρα, ο τόνος του είναι τόσο όμορφος που ακούγεται σαν η τρομπέτα να τραγουδάει από μόνη της. Μετά από πειραματισμούς με διάφορα γκρουπ για 3 χρόνια ο Μάιλς διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής του δημιούργησε ένα γκρουπ μουσικών φέρνοντας για άλλη μια φορά νέες ιδέες στο χώρο της τζαζ. Το 1963 έφτιαξε το δεύτερο μυθικό κουιντέτο με τους: Wayne Shorter, Herbie Hancock, Ron Carter, και τον δεκαεξάχρονο Tony Williams. Για 5 χρόνια το γκρουπ αυτό άνοιξε νέους ορίζοντες βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη μουσική τζαζ. Το 1968 ο Μάιλς έφερε το Joe Zawinul και άρχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Έφτιαξε το κλασικό "In a Silent Way" το 1967 και ένα χρόνο αργότερα πρόσθεσε το βρετανό κιθαρίστα John McGloudhlin και αντικατέστησε τον Tony Williams (που έφυγε για να φτιάξει τη δική του μπάντα) με τον Jack DeJohnette, βάζοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση με το δίσκο "Bitches Brew" το 1969 στον οποίο ένωσε τη μουσική ροκ με τη τζαζ εισχωρώντας στα μονοπάτια της ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτός ο δίσκος εξαπέλυσε την πρώτη βολή για την επαναστατική ένωση και πήγε τη τζαζ σε ένα καινούργιο επίπεδο διασημότητας πουλώντας πιο γρήγορα από κάθε άλλο άλμπουμ στην ιστορία της τζαζ. «Αυτά που παίξαμε στο "Bitches Brew" δεν μπορείς να τα γράψεις για να τα παίξει ορχήστρα. Όλη η ηχογράφηση ήταν ένας αυτοσχεδιασμός» σημειώνει στην αυτοβιογραφία του ο Μάιλς. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 συνέχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Το 1976 ο συνδυασμός κακής υγείας και χρήσης κοκαΐνης καθώς και η απώλεια έμπνευσης είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρησή του για 3 χρόνια από τη μουσική σκηνή. Καταφέρνοντας να ελέγξει τη χρήση κοκαΐνης επανήλθε φτιάχνοντας μια σειρά δίσκων, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, μη επαναπαυόμενος στις δάφνες του και στην παλιά του μουσική. Άρχισε να πειραματίζεται πιο πολύ με συνθεσάιζερ κάνοντας χρήση των τεχνικών δυνατοτήτων του στούντιου στις ηχογραφήσεις του. Κέρδισε μια σειρά βραβείων Grammy τη δεκαετία του ’80 και συνέχισε να ανακαλύπτει ομότεχνούς του όπως ο Garrett Stern και ο Berg. Ο Μάιλς Ντέιβις πέθανε το 1991 αφήνοντας ένα σημαντικότατο έργο που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία της τζαζ.
http://www.koinotopia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου